- καρδάνειος
- -α, -οτεχνολ.1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Καρντάνο2. φρ. α) «καρδάνεια ανάρτηση» ή, απλώς, «καρντάν» — διάταξη ανάρτησης η οποία επιτρέπει σε ένα σώμα να παρουσιάζει κλίση ή να διατηρεί την αρχική του θέση ανεξάρτητα από τη θέση ή τις κινήσεις τού υποστηρίγματοςβ) «καρδάνειος σύνδεσμος» ή «σύνδεσμος καρντάν» — τύπος άρθρωσης για τη σύνδεση δύο ατράκτων με τεμνόμενους άξονες, αλλ. σταυρωτός σύνδεσμος ή, απλώς, σταυρός.[ΕΤΥΜΟΛ. < όν. Ιταλού μαθηματικού και γιατρού Gerolamo Cardano].
Dictionary of Greek. 2013.